- πίληση
- η / πίλησις, -ήσεως, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)]η τέχνη τής κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιώναρχ.1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή από το ψύχος2. η υπερβολική φόρτωση τών ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.