πίληση

πίληση
η / πίλησις, -ήσεως, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)]
η τέχνη τής κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιών
αρχ.
1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή από το ψύχος
2. η υπερβολική φόρτωση τών ζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιλήσῃ — πιλήσηι , πίλησις compression of wool fem dat sg (epic) πιλήσηι , πί̱λησις compression of wool fem dat sg (epic) πῑλήσῃ , πιλέω compress wool aor subj mid 2nd sg πῑλήσῃ , πιλέω compress wool aor subj act 3rd sg πῑλήσῃ , πιλέω compress wool fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλητός — ή, όν, Α [πιλώ (Ι)] 1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση 2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός …   Dictionary of Greek

  • πίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πιλώ (II)] η πίληση …   Dictionary of Greek

  • πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”